- σκυλήτρια
- ἡ, Α(προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που σκυλεύει σκοτωμένο εχθρό αφαιρώντας τα όπλα του («σκυλήτρια παρθένος», Λυκόφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυλῶ (Ι) «σκυλεύω, λαφυραγωγώ» + επίθημα -τρια (πρβλ. αὐλή-τρια)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.